- προναυμαχήσοντας
- προναυμαχέωfight at sea forfut part act masc acc plπροναυμαχέωfight at sea forfut part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προναυμαχώ — έω, Α ναυμαχώ για την υπεράσπιση κάποιου («προναυμαχήσοντας Μιλήτου», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek